αποδιώκω
Смотреть что такое "αποδιώκω" в других словарях:
ἀποδιώκω — chase away pres subj act 1st sg ἀποδιώκω chase away pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδιώκω — κ. διώχνω (AM ἀποδιώκω) διώχνω, απομακρύνω νεοελλ. 1. διώχνω με εύσχημο τρόπο, ξεφορτώνομαι 2. εγκαταλείπω κάποιον, παύω να τον προστατεύω … Dictionary of Greek
ἀποδιώκετε — ἀποδιώκω chase away pres imperat act 2nd pl ἀποδιώκω chase away pres ind act 2nd pl ἀποδιώκω chase away imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιώξουσιν — ἀποδιώκω chase away aor subj act 3rd pl (epic) ἀποδιώκω chase away fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποδιώκω chase away fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιώξω — ἀποδιώκω chase away aor subj act 1st sg ἀποδιώκω chase away fut ind act 1st sg ἀποδιώκω chase away aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδίωκον — ἀποδιώκω chase away imperf ind act 3rd pl ἀποδιώκω chase away imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιωκόμενον — ἀποδιώκω chase away pres part mp masc acc sg ἀποδιώκω chase away pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιωκόντων — ἀποδιώκω chase away pres part act masc/neut gen pl ἀποδιώκω chase away pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιωξάντων — ἀποδιώκω chase away aor part act masc/neut gen pl ἀποδιώκω chase away aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιῶκον — ἀποδιώκω chase away pres part act masc voc sg ἀποδιώκω chase away pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιώκει — ἀποδιώκω chase away pres ind mp 2nd sg ἀποδιώκω chase away pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)